ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
eingezäunt
Ελληνικά : Περιφραγμένος, Περιφραγμένος χώρος
Αγγλικά : Enclosed, Enclosure, Finished
Γαλλικά : Clos (adj), Enclos
Επιστροφή