ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Eingehen
Ελληνικά : Εισέρχομαι
Αγγλικά : Enter (to)
Γαλλικά : Entrer
Επιστροφή