ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
eine Sitzung abhalten
Ελληνικά : Συνεδριάζω
Αγγλικά : Sitting (to be)
Γαλλικά : Être en séance
Επιστροφή