ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Eindringen
Ελληνικά : Διεισδύω, Σφετερίζομαι
Αγγλικά : Break through (to), Encroach (to)
Γαλλικά : Empiéter (sur), Percer (le marché)
Επιστροφή