ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Δωροδοκούμενος
Αγγλικά : Corruptible
Γαλλικά : Corruptible
Γερμανικά : korrumpierbar
Επιστροφή