ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Corrompre
Ελληνικά : Διαφθείρω, Εξαγοράζω
Αγγλικά : Bribe (to), Corrupt (to)
Γερμανικά : Bestechen, Kaufen, verderpen, verführen
Επιστροφή