ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Durchlaufen
Ελληνικά : Διέρχομαι
Αγγλικά : Travel through (to)
Γαλλικά : Parcourir
Επιστροφή