ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Dokumentiert
Ελληνικά : Τεκμηριωμένος
Αγγλικά : Grounded, Well documented
Γαλλικά : Documenté (bien), Fondé
Επιστροφή