ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Contrainte
Ελληνικά : Δέσμευση, Υποχρέωση
Αγγλικά : Commitment
Γερμανικά : Engagement, Pflicht
Επιστροφή