|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Diplom
- Ελληνικά : Δίπλωμα, Πανεπιστημιακό πτυχίο, Πτυχίο
- Αγγλικά : Certificate, Degree, Licence, Permit, Qualification, University degree
- Γαλλικά : Certificat, Diplôme, Diplôme (licence), Permis, Titre (diplôme), Universitaire (diplôme)
Επιστροφή