ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Confortable
Ελληνικά : Αναπαυτικός, Άνετος
Αγγλικά : Comfortable
Γερμανικά : Bequem, Komfortabel
Επιστροφή