ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Confectionner
Ελληνικά : Κατασκευάζω, Παρασκευάζω, Φιλοτεχνώ
Αγγλικά : Manufacture (to)
Γερμανικά : fabrizieren, kunstvoll herstellen, Vorbereiten
Επιστροφή