|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Manufacture (to)
- Ελληνικά : Κατασκευάζω, Κατασκευάζω (σε εργοστάσιο), Παρασκευάζω, Φιλοτεχνώ
- Γαλλικά : Confectionner, Fabriquer, Usiner
- Γερμανικά : fabrizieren, Hergestellen (Fabrik), herstellen, kunstvoll herstellen, Vorbereiten
Επιστροφή