ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Abbrechen
Ελληνικά : Ακυρώνω, Ματαιώνω
Αγγλικά : Abort (to), Abrogate (to), Nullify (to)
Γαλλικά : Abroger, Avorter, Frapper de nullité
Επιστροφή