ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Concubin(e)
Ελληνικά : Αυτός που συμβιώνει με κάποιον
Αγγλικά : Cohabitant
Γερμανικά : Der mit jemandem lebt
Επιστροφή