ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Concentrate (to)
Ελληνικά : Επικεντρώνω, Συγκεντρώνω
Γαλλικά : Concentrer
Γερμανικά : Konzentrieren, Sammeln
Επιστροφή