ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Full
Ελληνικά : Ολοκληρωμένος, Πλήρης
Γαλλικά : Complet (adj), Plein
Γερμανικά : Integriert, Vervollständigen, Vollständig
Επιστροφή