ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Complémentaire (adj)
Ελληνικά : Επιπρόσθετος, Συμπληρωματικός
Αγγλικά : Additional
Γερμανικά : komplementär, Zusätzlich
Επιστροφή