ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Compétent (adj)
Ελληνικά : Αρμόδιος, Ικανός
Αγγλικά : Competent
Γερμανικά : fähig, kompetent
Επιστροφή