|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Compensation
- Ελληνικά : Αντιστάθμισμα, Αντισταθμιστική παροχή, Αποζημίωση, Αποζημίωση (πολιτικά δικαστήρια)
- Γαλλικά : Compensation, Dédommagement, Indemnisation, Prestation compensatoire, Réparation civile
- Γερμανικά : Entschädigung, Entschaedigung (Zivilgerichte), Gleichgewicht, kostendeckende Bereitstellung, Schadenersatz
Επιστροφή