ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Compatriote
Ελληνικά : Συμπατριώτης
Αγγλικά : Fellow countryman
Γερμανικά : Landbewohner
Επιστροφή