ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Compagnon de voyage
Ελληνικά : Συνοδοιπόρος, Συνταξιδιώτης
Αγγλικά : Journey man, Travelling companion
Γερμανικά : Mitläufer
Επιστροφή