ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Brennbar
Ελληνικά : Εύφλεκτος, Καύσιμο
Αγγλικά : Combustible, Fuel, Inflammable
Γαλλικά : Combustible (adj), Combustible (n)
Επιστροφή