|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Retailer
- Ελληνικά : Έμπορος λιανικής, Έμπορος λιανικής πώλησης, Λιανοπωλητής, Μεταπωλητής
- Γαλλικά : Commerçant/e, Détaillant, Marchand au détail, Revendeur(euse)
- Γερμανικά : Einzelhändler, Wiederverkaefer
Επιστροφή