ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Χονδρέμπορος
Αγγλικά : Wholesaler
Γαλλικά : Commerçant en gros, Grossiste, Marchand en gros, Négociant en gros
Γερμανικά : Aufwachsen, Fachhändler, Großhändler
Επιστροφή