ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
WC (water closets)
Ελληνικά : Τουαλέτα
Αγγλικά : Toilet
Γερμανικά : Toilette
Επιστροφή