ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Voter
Ελληνικά : Ψηφίζω
Αγγλικά : Vote (to)
Γερμανικά : Waehlen
Επιστροφή