ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Boden
Ελληνικά : Έδαφος, Πάτωμα
Αγγλικά : Floor, Ground, Soil, Storey
Γαλλικά : Étage, Parquet, Plancher, Sol, Sol (territoire)
Επιστροφή