ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Εύφλεκτος
Αγγλικά : Combustible, Inflammable
Γαλλικά : Combustible (adj)
Γερμανικά : Brennbar
Επιστροφή