ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Combustible (adj)
Ελληνικά : Εύφλεκτος
Αγγλικά : Combustible, Inflammable
Γερμανικά : Brennbar
Επιστροφή