ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Παλιώνω
Αγγλικά : Age (to), Grow old (to)
Γαλλικά : Vieillir
Γερμανικά : Ablagerng, Alt machen
Επιστροφή