ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Vieille (n)
Ελληνικά : Γριά
Αγγλικά : Old woman (an)
Γερμανικά : Alt
Επιστροφή