ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Vicier (contrat) (jur)
Ελληνικά : Ακυρώνω (συμβόλαιο)
Αγγλικά : Invalidate (to)
Γερμανικά : Abbrechen (Vertrag)
Επιστροφή