ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Veuf(ve) (adj+n)
Ελληνικά : Χήρος/α
Αγγλικά : Widowed
Γερμανικά : Verwitwet / a
Επιστροφή