ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Véto
Ελληνικά : Αρνησικυρία, Βέτο
Αγγλικά : Veto
Γερμανικά : Veto
Επιστροφή