ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ντύνω
Αγγλικά : Dress (to)
Γαλλικά : Vêtir
Γερμανικά : Kleiden
Επιστροφή