ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Vérifier
Ελληνικά : Ελέγχω, Εξακριβώνω, Επαληθεύω
Αγγλικά : Check (to), Ιnspect (to)
Γερμανικά : Feststellen, Herausfinden, Kotrollieren, Überprüfen, Verifizieren
Επιστροφή