ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Αερίζω
Αγγλικά : Ventilate (to)
Γαλλικά : Ventiler
Γερμανικά : Lüften
Επιστροφή