ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ventilate (to)
Ελληνικά : Αερίζω, Κατανέμω
Γαλλικά : Ventiler
Γερμανικά : Lüften, Verteilen
Επιστροφή