ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Wholesale (to)
Ελληνικά : Κάνω χονδρεμπόριο
Γαλλικά : Vendre en gros
Γερμανικά : Großhandel
Επιστροφή