ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Collaborer
Ελληνικά : Συνεργάζομαι
Αγγλικά : Collaborate (to), Cooperate (to)
Γερμανικά : kooperieren, zusammenarbeiten
Επιστροφή