ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Bewohner
Ελληνικά : Ένοικος, Κάτοικος
Αγγλικά : Dweller, Occupant, Occupying
Γαλλικά : Habitant (maison), Habitant (ville, pays), Occupant (adj) (n)
Επιστροφή