ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Unicité
Ελληνικά : Μοναδικότητα
Αγγλικά : Uniqueness
Γερμανικά : Einzigartigkeit
Επιστροφή