ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
bevollmächtigt
Ελληνικά : Πληρεξούσιος
Αγγλικά : Proxy
Γαλλικά : Fondé de pouvoir (mandat)
Επιστροφή