ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Travailler à temps partiel
Ελληνικά : Εργάζομαι με μερική απασχόληση
Αγγλικά : Work part-time (to)
Γερμανικά : Ich arbeite Teilzeit
Επιστροφή