ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Clos (adj)
Ελληνικά : Κλεισμένος, Ολοκληρωμένος, Περιφραγμένος
Αγγλικά : Enclosed, Finished
Γερμανικά : Eingeschlossen, eingezäunt, Geschlossen, Integriert
Επιστροφή