ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Beteiligung in einer Gesellschaft
Ελληνικά : Μέλος (ένωσης, σωματείου)
Αγγλικά : Affiliated company, An affiliate member
Γαλλικά : Affilié (groupe)
Επιστροφή