ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Civic
Ελληνικά : Αστικός, του πολίτη (πολιτικός)
Γαλλικά : Civique
Γερμανικά : Bürger (Politiker), Stadt-
Επιστροφή