ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Bestätigen
Ελληνικά : Επιβεβαιώνω, Επικυρώνω
Αγγλικά : Confirm (to), Ratify (to), Validate (to)
Γαλλικά : Entériner, Homologuer, Ratifier, Valider
Επιστροφή