ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Tapisser (une pièce)
Ελληνικά : Καλύπτω με ταπετσαρία
Αγγλικά : Paper (to)
Γερμανικά : Bedecken mit Tapete
Επιστροφή